- κατακλάσῃ
- κατακλάσηι , κατάκλασιςforced positionfem dat sg (epic)κατακλάωaor subj mid 2nd sgκατακλάωaor subj act 3rd sgκατακλάωfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάκλαση — η (Α κατάκλασις) [κατακλώ] 1. θραύση σε τεμάχια, τσάκισμα 2. θλάση και διασκόρπιση φωτός ή ήχου 3. διάστρεμμα 4. φρ. «ὄμματος κατάκλασις» στραβισμός … Dictionary of Greek